Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ελατήριο

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

το (AM ἐλατήριος, -ον)
νεοελλ.
1. όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται κάτι σε κίνηση («το ελατήριο του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)
2. βαθύτερη αιτία, κίνητρο («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)
3. φρ. «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν ελατήριο» — απότομα και γρήγορα
αρχ.-μσν.
αυτός που διώχνει ή έχει τη δύναμη να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. καθαρτικός (για παρασκευάσματα που βοηθούν την κάθαρση του πεπτικού συστήματος)
2. το ουδ. ως ουσ. το ελατήριο
α) η πικραγγουριά
β) δραστικό καθαρτικό φάρμακο από χυμό πικραγγουριάς.