εννεάλογος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(12) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐννεάλογος, -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[εννέα]] λόγους, [[εννέα]] βιβλία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> | |mltxt=[[ἐννεάλογος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[εννέα]] λόγους, [[εννέα]] βιβλία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[ἐννεάλογος]]<br />[[σύγγραμμα]] χωρισμένο σε [[εννέα]] βιβλία. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:06, 19 May 2022
Greek Monolingual
ἐννεάλογος, -ον (Μ)
1. αυτός που περιέχει εννέα λόγους, εννέα βιβλία
2. το θηλ. ως ουσ. ἐννεάλογος
σύγγραμμα χωρισμένο σε εννέα βιβλία.