σύγγραμμα
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
-ατος, τό,
A writing, written paper, Hdt.1.48, X.Cyr.8.4.25 (cf. 16); written composition, book, work, Id.Mem.2.1.21, 4.2.10, Pl.Grg.462b, Tht.166c, Arist.EN1181b2, Gal.15.424, etcl; systematic work, opp. ὑπόμνημα, Id.16.532; esp. prose work, treatise, τὰ κατὰ λόγον συγγράμματα or τὰ καταλογάδην συγγράμματα, opp. ποιήματα, Pl.Lg.810b, Isoc.2.7, cf. 42; written speech, Id.Ep.1.5.
II written form, regulation, ordinance, Pl. Plt.299d sq.; σ. πολιτικόν Id.Phdr.258d; clause of a law, Aeschin. 3.127 (s.v.l.); οὐκ ἄξιον συγγράμματος = not worth a note, Gal.15.909.
German (Pape)
[Seite 962] τό, das Aufgeschriebene, das Schriftwerk, Buch; Isocr. 2, 7; Plat. Gorg. 462 b u. öfter; Xen. Mem. 2, 1, 21; πολλὰ τῶν ἰατρῶν ἐστι συγγράμματα, 4, 2, 10; bes. Geschichtsbuch, auch das darin Niedergeschriebene, Her. 1, 48; übh. Schrift in Prosa, Abhandlung, Aufsatz; Gegensatz von ποίημα, συγγράμματα κατὰ λόγον εἰρημένα μόνον, Plat. Legg. VII, 810 b, vgl. Lys. 204 d. – Auch Gesetz, Vorschrift, καὶ νόμιμα, Plat. Min. 316 e; τοῖς περὶ ὁτουοῦν νόμους καὶ ξυγγράμματα τιθεμένοις, Polit. 300 b.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 composition, ouvrage, traité ; particul. ouvrage en prose ; discours écrit;
2 règlement, ordonnance ; ordonnance de médecin.
Étymologie: συγγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγγραμμα -ατος, τό συγγράφω prozageschrift, geschrift, verhandeling, boek. πολλὰ... ἰατρῶν ἐστι συγγράμματα er zijn veel boeken van (door) artsen Xen. Mem. 4.2.10.
Russian (Dvoretsky)
σύγγραμμα: ατος τό
1 записанное, запись Her., Plat.;
2 сочинение, (литературное) произведение или книга Plat., Isocr.;
3 писаное правило, наставление Plat.;
4 законоположение, статья закона Aeschin.;
5 предписание, рецепт (τῶν ἰατρῶν συγγράμματα Xen.).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συγγράφω
πνευματικό έργο σε γραπτό πεζό λόγο (α. «εξέδωσε ένα σημαντικό επιστημονικό σύγγραμμα» β. «Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράματι τῷ περὶ Ἡρακλέους», Ηρόδ.)
νεοελλ.
βιβλίο («κάθε φοιτητής δικαιούται δωρεάν ένα μόνον σύγγραμμα»)
αρχ.
1. γραμμένο χαρτί
2. γραπτός λόγος
3. έγγραφη διάταξη
4. άρθρο, διάταξη νόμου («καὶ πάλιν ἐν τῷ αὐτῷ ψηφίσματι πολὺ καὶ σαφέστερον καὶ πικρότερον σύγγραμμα γράφει», Αισχίν.)
5. συνταγή γιατρού
6. φρ. «κατὰ λόγον [ή κατὰ λογάδην] συγγράμματα» — γραπτά έργα σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τα ποιήματα.
Greek Monotonic
σύγγραμμα: -ατος, τό (συγγράφω),·
I. αυτό που έχει γραφτεί, γραμμένο χαρτί, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· γραπτή σύνθεση, βιβλίο, έργο, σε Ξεν. κ.λπ.· ιδίως έργο σε πεζό λόγο, πεζογραφία, πραγματεία, γραπτός λόγος, στον ίδ., σε Ισοκρ.
II. νομική διάταξη, γραπτός κανονισμός, σε Αισχίν.
2. συνταγή του γιατρού, συνταγογράφηση, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σύγγραμμα: τό, (συγγράφω) τὸ συγγεγραμμένον, χάρτης γεγραμμένος Ἡρόδ. 1. 48, Πλάτ., κλ.· ― ὡς καὶ νῦν, βιβλίον, λόγος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β, Θεαίτ. 166C, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ συγγράμματος ἢ πραγματείας ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, τὰ κατὰ λόγον ἢ καταλογάδην σ., ἀντίθετ. τῷ ποιήματα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 810Β, Ἰσοκρ. 16Β, πρβλ. 238· γραπτὸς λόγος, ὁ αὐτ. 405C. II. ἔγγραφος διάταξις, κανονισμός, Πλάτ. Πολιτ. 299D κἑξ.· σ. πολιτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ 258C· ― ἄρθρον νόμου, Αἰσχίν. 71. 30. 2) συνταγὴ ἰατροῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 10, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 21. Πρβλ. συγγραφεύς.
Middle Liddell
σύγγραμμα, ατος, τό, συγγράφω
I. a writing, a written paper, Hdt., Plat., etc.:— a written composition, book, work, Xen., etc.; esp. a prose work, treatise, a written speech, Xen., Isocr.
II. a clause of a law, Aeschin.
2. a physician's prescription, Xen.
English (Woodhouse)
composition, writing, book composed, doctor's prescription, work composed