εὐχέτης: Difference between revisions
(15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efchetis | |Transliteration C=efchetis | ||
|Beta Code=eu)xe/ths | |Beta Code=eu)xe/ths | ||
|Definition= | |Definition=εὐχέτου, ὁ, [[one who prays]], Eust. 1725.57, Zonar. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐχέτου, ὁ, one who prays, Eust. 1725.57, Zonar.
German (Pape)
[Seite 1109] ὁ, der Beter, VLL., zur Bildung des vorigen Wortes angenommen.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχέτης: ὁ, ὁ εὐχόμενος ὑπέρ τινος, Δαμασκ. ΙΙ. 341Β.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ευχέτις (ΑΜ εὐχέτης, -ου, θηλ. εὐχέτις, -ιδος)
αυτός που παρέχει ευχές, που προσεύχεται για κάποιον
νεοελλ.
φρ. «ὁ ἐν Χριστῷ εὐχέτης» — φράση που προτάσσεται της υπογραφής τών ανώτερων κληρικών.