φράση

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

η / φράσις, -εως, ΝΜΑ φράζω (Ι)]
1. βασική μονάδα του λόγου, σύνολο λέξεων με πλήρες νόημα
2. ο τρόπος, το ύφος της γλωσσικής έκφρασης
αρχ.
1. δύναμη έκφρασης, εκφραστικότητα
2. εκφώνηση, απαγγελία
3. πρόφαση.