ημιρρομβιαίος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:53, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.