κεραμιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(20)
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κεραμιαῑος, -α, -ον (Μ) [[κέραμος]]<br />[[κεραμεούς]].
|mltxt=κεραμιαῖος, -α, -ον (Μ) [[κέραμος]]<br />[[κεραμεούς]].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 14 March 2021

German (Pape)

[Seite 1420] f. L. für κεραμεοῦς, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμιαῖος: -α, -ον, κεραμεοῦς, Φίλων Π. 273, 48.

Greek Monolingual

κεραμιαῖος, -α, -ον (Μ) κέραμος
κεραμεούς.