κλειδουχώ: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(20)
 
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κλειδουχῶ, -έω, αττ. τ. [[κληδουχώ]] (Α) [[κλειδούχος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κλειδούχος]], [[είμαι]] [[ιέρεια]] μιας θεάς, έχω τη [[φροντίδα]] για τη [[φύλαξη]] ενός ιερού τόπου («κλίμακας Βραυρωνίας δεῑ τῆσδε κληδουχεῑν θεᾱς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>οἱ κληδουχούμενοι</i><br />αυτοί που βρίσκονται υπό έλεγχο, οι παρατηρούμενοι από [[κοντά]], οι παραφυλασσόμενοι.
|mltxt=κλειδουχῶ, -έω, αττ. τ. [[κληδουχώ]] (Α) [[κλειδούχος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κλειδούχος]], [[είμαι]] [[ιέρεια]] μιας θεάς, έχω τη [[φροντίδα]] για τη [[φύλαξη]] ενός ιερού τόπου («κλίμακας Βραυρωνίας δεῖ τῆσδε κληδουχεῖν θεᾱς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>οἱ κληδουχούμενοι</i><br />αυτοί που βρίσκονται υπό έλεγχο, οι παρατηρούμενοι από [[κοντά]], οι παραφυλασσόμενοι.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 2 August 2021

Greek Monolingual

κλειδουχῶ, -έω, αττ. τ. κληδουχώ (Α) κλειδούχος
1. είμαι κλειδούχος, είμαι ιέρεια μιας θεάς, έχω τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός ιερού τόπου («κλίμακας Βραυρωνίας δεῖ τῆσδε κληδουχεῖν θεᾱς», Ευρ.)
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) οἱ κληδουχούμενοι
αυτοί που βρίσκονται υπό έλεγχο, οι παρατηρούμενοι από κοντά, οι παραφυλασσόμενοι.