κοριτσίστικος: Difference between revisions
(21) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κορίτσι]] («κοριτσίστικη [[συμπεριφορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορίτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστικος</i> ( | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κορίτσι]] («κοριτσίστικη [[συμπεριφορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορίτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστικος</i> ([[πρβλ]]. [[αγορίστικος]], [[θεατρινίστικος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:37, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. αγορίστικος, θεατρινίστικος)].