κουνίστρα: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κούνια]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] που κουνά το [[σώμα]] της προκλητικά όταν περπατάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουνώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μανταρ</i>-<i>ίστρα</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κούνια]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] που κουνά το [[σώμα]] της προκλητικά όταν περπατάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουνώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστρα</i> ([[πρβλ]]. [[μανταρίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

η
1. κούνια
2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. -ίστρα (πρβλ. μανταρίστρα)].