κουσκούτα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κουσκούτη, η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κουσκουτίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cuscuta</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>cuscuta</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>kush</i><i>ū</i><i>th</i>, <i>kash</i><i>ū</i><i>ta</i>, <i>kash</i><i>ū</i><i>tha</i>].
|mltxt=και κουσκούτη, η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κουσκουτίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cuscuta</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>cuscuta</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>kush</i><i>ū</i><i>th</i>, <i>kash</i><i>ū</i><i>ta</i>, <i>kash</i><i>ū</i><i>tha</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κουσκούτη, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κουσκουτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuscuta < νεολατ. cuscuta < αραβ. kushūth, kashūta, kashūtha].