μηνιγγιτικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(25)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[μηνιγγίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μηνιγγιτικός]]<br />αυτός που πάσχει από [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο [[δέρμα]] της κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, [[άλλοτε]], θεωρούνταν ως [[σημεία]] μηνιγγίτιδας.
|mltxt=-ή, -ό [[μηνιγγίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μηνιγγιτικός]]<br />αυτός που πάσχει από [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο [[δέρμα]] της κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, [[άλλοτε]], θεωρούνταν ως [[σημεία]] μηνιγγίτιδας.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό μηνιγγίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα
2. το αρσ. ως ουσ. ο μηνιγγιτικός
αυτός που πάσχει από μηνιγγίτιδα
3. φρ. «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο δέρμα της κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, άλλοτε, θεωρούνταν ως σημεία μηνιγγίτιδας.