Ναυπλιεύς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(26) |
(1ba) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[Ναυπλιεύς]]) [[Ναύπλιον]]<br />αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο ή αυτός που κατοικεί στο Ναύπλιο. | |mltxt=ο (Α [[Ναυπλιεύς]]) [[Ναύπλιον]]<br />αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο ή αυτός που κατοικεί στο Ναύπλιο. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />a Nauplian, Strab. :— Ναύπλιος, or -έιος, η, ον, Eur. | |||
}} | }} |