οικωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκωφελής]], -ές (Α)<br />[[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], [[ιδίως]] από οικονομική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]). Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-<i>ωφελής</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ωφελής</i>)].
|mltxt=[[οἰκωφελής]], -ές (Α)<br />[[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], [[ιδίως]] από οικονομική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]). Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> [[δημωφελής]], [[ψυχωφελής]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

οἰκωφελής, -ές (Α)
ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωφελής (< ὄφελος). Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημωφελής, ψυχωφελής)].