ψυχωφελής
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
ψυχωφελές, profiting the soul or profiting the spirit, Suid.:—Subst. ψυχωφέλεια, ἡ, Id.
German (Pape)
[Seite 1405] ές, dem Geiste nützend, ihn stärkend, Suid. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχωφελής: -ές, ὁ ὠφελῶν τὴν ψυχὴν ἢ τὸ πνεῦμα, Κύριλλ., κλπ.· καὶ ψυχωφέλιμος, ον, Βυζ.· - οὐσιαστ. -ωφέλεια, ἡ, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
ωφέλιμος για την ψυχή («ψυχωφελῆ διδάγματα», Κύρ.).
επίρρ...
ψυχωφελώς / ψυχοφελῶς, ΝΜ
κατά τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ωφελής (< ὄφελος, πρβλ. κοιν-ωφελής, με έκταση λόγω συνθέσεως)].