ολιγόκλαδος: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(28) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λιγόκλαδος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγόκλαδος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λίγα]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=και [[λιγόκλαδος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγόκλαδος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λίγα]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ολιγόκλαδος]]<br /><b>ζωολ.</b> θαλασσόβιο [[σκουλήκι]], στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
και λιγόκλαδος, -η, -ο (Α ὀλιγόκλαδος, -ον)
αυτός που έχει λίγα κλαδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ολιγόκλαδος
ζωολ. θαλασσόβιο σκουλήκι, στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κλάδος.