ουδών: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(29)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐδών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οὐδῶνες</i><br />[[είδος]] εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>ū</i><i>do</i>, -<i>ō</i><i>nis</i>)].
|mltxt=[[οὐδών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οὐδῶνες</i><br />[[είδος]] εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῖν», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>ū</i><i>do</i>, -<i>ō</i><i>nis</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

οὐδών, -ῶνος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ οὐδῶνες
είδος εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῖν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. και λατ. ūdo, -ōnis)].