ποιμενίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(33)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, Ν<br /><b>1.</b> νεαρό [[κορίτσι]] που βόσκει ποίμνια, [[βοσκοπούλα]]<br /><b>2.</b> η [[κόρη]] του ποιμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποιμήν]], -[[μένος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό <i>Νέα Πανδώρα</i>].
|mltxt=-ίδος, η, Ν<br /><b>1.</b> νεαρό [[κορίτσι]] που βόσκει ποίμνια, [[βοσκοπούλα]]<br /><b>2.</b> η [[κόρη]] του ποιμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποιμήν]], -[[μένος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό <i>Νέα Πανδώρα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:07, 1 March 2024

Greek Monolingual

-ίδος, η, Ν
1. νεαρό κορίτσι που βόσκει ποίμνια, βοσκοπούλα
2. η κόρη του ποιμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + επίθημα -ίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].