σιαγόνα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σιαγών]], -όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. [[σεαγών]] και [[συαγών]], και ιων. τ. [[σιηγών]], Α<br />καθένα από τα οστά του προσώπου που σχηματίζουν το [[στόμα]] και φέρουν τα δόντια, η [[γνάθος]], το [[σαγόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που πιάνουν και σφίγγουν τα [[προς]] [[κατεργασία]] αντικείμενα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πιγούνι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[παρειά]], το [[μάγουλο]] («[[ὅστις]] σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν [[σιαγόνα]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, που τελικά αντικαταστάθηκε από την λ. [[γνάθος]]. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ων</i> τών ονομασιών τών μελών του σώματος (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγκ</i>-<i>ών</i>, <i>λαγ</i>-<i>ών</i>, <i>πυγ</i>-<i>ών</i>) και συνδέεται πιθ. με τους εκφραστικούς σχηματισμούς <i>ψίω</i> «[[τρέφω]], [[ταΐζω]]», <i>ψίομαι</i> «[[μασώ]]», ενώ αμφίβολη θεωρείται η σύνδεσή της με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>ψιάζει</i> και <i>ψίακα</i>. Για την [[εναλλαγή]] <i>ψ</i> / <i>σ</i>, που [[κατά]] μία [[άποψη]] οφείλεται σε [[απλοποίηση]], <b>πρβλ.</b> <i>ψαυκρόν</i>: <i>σαυκρόν</i>, <i>ψελλίζομαι</i>: [[σελλίζομαι]], [[ψώχω]]: [[σώχω]].
|mltxt=η / [[σιαγών]], -όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. [[σεαγών]] και [[συαγών]], και ιων. τ. [[σιηγών]], Α<br />καθένα από τα οστά του προσώπου που σχηματίζουν το [[στόμα]] και φέρουν τα δόντια, η [[γνάθος]], το [[σαγόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που πιάνουν και σφίγγουν τα [[προς]] [[κατεργασία]] αντικείμενα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πιγούνι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[παρειά]], το [[μάγουλο]] («[[ὅστις]] σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν [[σιαγόνα]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, που τελικά αντικαταστάθηκε από την λ. [[γνάθος]]. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ων</i> τών ονομασιών τών μελών του σώματος ([[πρβλ]]. [[ἀγκών]], [[λαγών]], [[πυγών]]) και συνδέεται πιθ. με τους εκφραστικούς σχηματισμούς <i>ψίω</i> «[[τρέφω]], [[ταΐζω]]», <i>ψίομαι</i> «[[μασώ]]», ενώ αμφίβολη θεωρείται η σύνδεσή της με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>ψιάζει</i> και <i>ψίακα</i>. Για την [[εναλλαγή]] <i>ψ</i> / <i>σ</i>, που [[κατά]] μία [[άποψη]] οφείλεται σε [[απλοποίηση]], <b>πρβλ.</b> <i>ψαυκρόν</i>: <i>σαυκρόν</i>, <i>ψελλίζομαι</i>: [[σελλίζομαι]], [[ψώχω]]: [[σώχω]].
}}
}}