σιαγόνα

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

η / σιαγών, -όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α
καθένα από τα οστά του προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι
νεοελλ.
1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που πιάνουν και σφίγγουν τα προς κατεργασία αντικείμενα
2. (κατ' επέκτ.) το πιγούνι
μσν.-αρχ.
η παρειά, το μάγουλοὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, που τελικά αντικαταστάθηκε από την λ. γνάθος. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ων τών ονομασιών τών μελών του σώματος (πρβλ. ἀγκών, λαγών, πυγών) και συνδέεται πιθ. με τους εκφραστικούς σχηματισμούς ψίω «τρέφω, ταΐζω», ψίομαι «μασώ», ενώ αμφίβολη θεωρείται η σύνδεσή της με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ψιάζει και ψίακα. Για την εναλλαγή ψ / σ, που κατά μία άποψη οφείλεται σε απλοποίηση, πρβλ. ψαυκρόν: σαυκρόν, ψελλίζομαι: σελλίζομαι, ψώχω: σώχω.