στρεβλότητα: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(38) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[στρεβλότης]], -ητος, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του στρεβλού, το να [[είναι]] [[κανείς]] ή [[κάτι]] στραβό, συνεστραμμένο ( | |mltxt=η / [[στρεβλότης]], -ητος, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του στρεβλού, το να [[είναι]] [[κανείς]] ή [[κάτι]] στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῖς καὶ στρεβλότησι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυστροπία]]<br />β) [[παραλογισμός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
η / στρεβλότης, -ητος, ΝΑ στρεβλός
1. η ιδιότητα του στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῖς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.)
2. μτφ. α) δυστροπία
β) παραλογισμός.