Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρεβλότης

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλότης Medium diacritics: στρεβλότης Low diacritics: στρεβλότης Capitals: ΣΤΡΕΒΛΟΤΗΣ
Transliteration A: streblótēs Transliteration B: streblotēs Transliteration C: strevlotis Beta Code: streblo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A being twisted, crookedness, τῆς αἰχμῆς Plu.Mar.25; καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, of roads in an ant-heap, Id.2.968b.
II frowardness, perversity, Aq., Thd.Pr.4.24, Aq., Al.ib.6.14.

German (Pape)

[Seite 953] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Gegensatz von εὐθύτης, S. Emp. adv. phys. 2, 272.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 détours tortueux;
2 courbe (d'un glaive).
Étymologie: στρεβλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.

Russian (Dvoretsky)

στρεβλότης: ητος ἡ
1 изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);
2 извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).

Greek Monotonic

στρεβλότης: -ητος, ἡ, συστροφή, καμπυλότητα, καμπή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, συστροφή, τὸ νὰ εἶναι τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.

Middle Liddell

στρεβλότης, ητος, ἡ,
crookedness, Plut.