στραγγουριώδης: Difference between revisions

(38)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=straggouriodis
|Transliteration C=straggouriodis
|Beta Code=straggouriw/dhs
|Beta Code=straggouriw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the nature of strangury</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>1.5</span>,<span class="bibl">10</span>; <b class="b2">suffering from it</b>, ib.<span class="bibl">2.2.17</span>.</span>
|Definition=στραγγουριῶδες, of the [[nature]] of [[strangury]], Hp. ''Epid.''1.5,10; [[suffer]]ing from [[strangury]], ib.2.2.17.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγουριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ.
|lstext='''στραγγουριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 943, 947, κτλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[στραγγουρία]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[στραγγουρία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.
|mltxt=-ῶδες, Α [[στραγγουρία]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[στραγγουρία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.
}}
{{elnl
|elnltext=στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

English (LSJ)

στραγγουριῶδες, of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from strangury, ib.2.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 943, 947, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).