ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
-έω, ΜΑ λαλῶ
μιλώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή μιλώ με κάποιον, συνομιλώ.