συνεδρίαση: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 20:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
η, / συνεδρίασις, -άσεως, ΝΜ συνεδριάζω
συνεδρία, σύσκεψη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμπραξη τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την έκδοση απόφασης και, ευρύτερα, τη διενέργεια πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας, σύμφωνης με τους θεσμικούς κανόνες λειτουργίας του.