συνεδρίαση
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Greek Monolingual
η, / συνεδρίασις, -άσεως, ΝΜ συνεδριάζω
συνεδρία, σύσκεψη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμπραξη τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την έκδοση απόφασης και, ευρύτερα, τη διενέργεια πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας, σύμφωνης με τους θεσμικούς κανόνες λειτουργίας του.