συνεπιμελητής: Difference between revisions

(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepimelitis
|Transliteration C=synepimelitis
|Beta Code=sunepimelhth/s
|Beta Code=sunepimelhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fellow-curator, coadjutor</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.4.17</span>, <span class="title">IG</span>22.1317.2 (both pl.).</span>
|Definition=συνεπιμελητοῦ, ὁ, [[fellow-curator]], [[coadjutor]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.4.17, ''IG''22.1317.2 (both pl.).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[coopérateur]], [[auxiliaire]].<br />'''Étymologie:''' [[συνεπιμελέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] [[iemand die mede zorg draagt]], [[medewerker]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Mitbesorger]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 5.4.17.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιμελητής:''' οῦ ὁ [[помощник в делах]], [[сотрудник]] Xen.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιμελοῦμαι]]<br />[[συνεργάτης]] του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιμελητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που φροντίζει [[κάτι]] από κοινού ή που υποβοηθά αυτόν που έχει επωμιστεί συγκεκριμένη [[φροντίδα]], σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] φροντίζων [[περί]] τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.
|lstext='''συνεπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] φροντίζων [[περί]] τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=οῦ (ὁ) :<br />coopérateur, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπιμελέομαι]].
|mdlsjtxt=συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,<br />a [[coadjutor]], Xen.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιμελοῡμαι]]<br />[[συνεργάτης]] του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

English (LSJ)

συνεπιμελητοῦ, ὁ, fellow-curator, coadjutor, X.Cyr.5.4.17, IG22.1317.2 (both pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
coopérateur, auxiliaire.
Étymologie: συνεπιμελέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] iemand die mede zorg draagt, medewerker.

German (Pape)

ὁ, der Mitbesorger, Xen. Cyr. 5.4.17.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιμελητής: οῦ ὁ помощник в делах, сотрудник Xen.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιμελοῦμαι
συνεργάτης του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, αυτός που φροντίζει κάτι από κοινού ή που υποβοηθά αυτόν που έχει επωμιστεί συγκεκριμένη φροντίδα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁμοῦ φροντίζων περί τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.

Middle Liddell

συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,
a coadjutor, Xen.