συμπιεστότητα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[συμπιεστός]]<br /><b>φυσ.</b> [[ιδιότητα]] τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως [[αποτέλεσμα]] της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[συμπιεστός]]<br /><b>φυσ.</b> [[ιδιότητα]] τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως [[αποτέλεσμα]] της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.
|mltxt=η, Ν<br />[[συμπιεστός]]<br /><b>φυσ.</b> [[ιδιότητα]] τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως [[αποτέλεσμα]] της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
συμπιεστός
φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.