χάχανο: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(46) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χάχλανο]], το, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b | |mltxt=και [[χάχλανο]], το, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[χάχανα]]<br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) παρατεταμένο και ηχηρό [[γέλιο]]<br />β) [[καγχασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου <i>χα χα</i>. Ο τ. [[χάχλανο]] με [[ανάπτυξη]] -<i>λ</i>-]. | ||
}} | }} |