χάχανο

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

και χάχλανο, το, Ν
συν. στον πληθ. τα χάχανα
(με περιλπτ. σημ.) α) παρατεταμένο και ηχηρό γέλιο
β) καγχασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα. Ο τ. χάχλανο με ανάπτυξη -λ-].