Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χούρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(46)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἁ, Α<br />(θεσσαλ. τ.) <b>βλ.</b> [[χώρα]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>hura</i>, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. <i>urari</i> «[[είδος]] δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἁ, Α<br />(θεσσαλ. τ.) <b>βλ.</b> [[χώρα]].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>hura</i>, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. <i>urari</i> «[[είδος]] δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

χούρα: ἁ, = χώρα, Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII. σ. 64, στ. 17.

Greek Monolingual

(I)
ἁ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. χώρα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. hura, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. urari «είδος δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής].