ἀριθμέω
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
[ᾰ], impf. ἠρίθμεον as trisyll., Od.10.204, 3sg.
A ἠρίθμει 13.218:—Med., aor. ἠριθμησάμην Pl.Phdr.270d:—Pass., fut. Med. in pass. sense ἀριθμήσομαι E.Ba. 1318; fut. ἀριθμηθήσομαι LXX 3 Ki.3.8, Gal. 10.68: Ep. aor. inf. ἀριθμηθήμεναι (for -ῆναι) Il.2.124:—number, count, reckon up, Od.4.411, Pi.N.10.46, etc.; αὐτὰρ ἐγὼ δίχα πάντας . . ἑταίρους ἠρίθμεον counted them so as to halve them, Od.10.204; ἀριθμήσαντες after numbering the army, Hdt.7.60; οὐδεὶς πώποτ' . . ἠρίθμησε stopped to count the enemy, Ar.Eq.570: poet., ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην = μετρήσεις, AP11.349 (Pall.):—Pass., Hdt.6.111, 9.32:—Med., ἠριθμοῦντο = counted each for himself, πλίνθους Th.3.20.
2 count out, pay, χρυσίον, ἀργύριον, X.Smp.4.44, D.49.30, IG 5(1).1390.51 (Andania), Mon.Anc.Gr.7.22.
3 reckon, account, ἐν εὐεργεσίας μέρει D.21.166; ἀ. τινὰ κλυτόπαιδα AP9.262 (Phil.); κέρδος τι ἀ. D.Chr.31.158:—Pass., to be reckoned, ἐν τοῖσι γενναίοισιν E.Hel. 729; ἐν γράμμασι Luc.Jud.Voc.2; εἴς τινας Hdn.1.1.1; ἀριθμεῖσθαι τῶν φιλτάτων = be counted as one of one's dearest friends, E.Ba.1318; μακάρων Theoc.13.72. [-ῐθμ- Ar.V.333, Com.Adesp.21.28 D.]
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [pas. fut. ἀριθμήσομαι E.Ba.1317; ép. aor. inf. ἀριθμηθήμεναι Il.2.124]
I 1gener. contar φώκας Od.4.411, (πάντας) κατὰ ἔθνεα Hdt.7.60, τὰς χοιρίνας Ar.V.333, τοὺς ἐναντίους como señal de valor, Ar.Eq.570, τὸν ὄχλον Apoc.7.9
•tb. en v. med. τὰς ἐπιβολάς (τῶν πλίνθων) Th.3.20
•en v. pas. ser contado ἄμφω (Ἀχαιοί τε Τρῶές τε) Il.2.124, αἱ φυλαί Hdt.6.111, οἱ Λευῖται LXX 1Pa.23.3, λαὸν πολύν, ὃς οὐκ ἀριθμηθήσεται LXX 3Re.3.8, αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσίν Eu.Matt.10.30
•enumerar τὰ τῶν πολιτειῶν εἴδη Arist.Pol.1293a41
•c. δίχα dividir πάντας ... ἑταίρους Od.10.204.
2 en cont. de tiempo contar, computar κατὰ θέρη ... καὶ χειμῶνας Th.5.20, τοὺς χρόνους Plb.6.11a.3, τὸν Ἰωάννην χρόνῳ τέταρτον Amph.Seleuc.292.
3 fig. contar, considerar c. ἐν y dat. ἐν τοῖσι γενναίοισιν ... δούλοισι E.Hel.729, cf. Isoc.12.131, ἐν εὐεργεσίας μέρει D.21.166
•c. gen. partit. τῶν φιλτάτων E.Ba.1317, ἴτυν ἄστρων Nonn.D.6.86
•c. adj. pred. Ἀριστοδίκην κλυτόπαιδα AP 9.262 (Phil.)
•en v. pas. ser considerado ἐν τοῖς πρώτοις τῆς βουλῆς D.C.76.7.4.
II 1calcular χαλκόν Pi.N.10.46
•medir σαυτὸν ἀρίθμησον ... καὶ τότ' ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην AP 11.349 (Pall.).
2 pagar χρυσίον X.Smp.4.44, ἀργύριον D.49.30, τὸ ... ὀψώνιον PLille 3.40 (III a.C.), χιλίας Babr.2.11, cf. PGiss.8.3 (II d.C.)
•en v. med.-pas. recibir como pago, cobrar dinero (δραχμάς) PCair.Zen.787.10, 567.7 (III a.C.), (δηνάρια) PMur.114.12 (II d.C.), μικρὰ ἠριθμοῦντο Philostr.VS 549, cf. PCair.Isidor.54.5 (IV d.C.), o cantidades en especie PCair.Isidor.58.6 (IV d.C.)
•hacer un depósito, PCair.Zen.297.6 (III a.C.), PZen.Col.5.5 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 351] zählen, Iliad. 2, 124 Od. 4, 411. 13, 215. 21816, 235; δίχα πάντας ἑταίρους ἠρίθμεον, vertheilte in zwei gleiche Hälften, Od. 10, 204. – Folgde, Pind. N. 10, 46; oft in Prosa; χρυσίον, Gold zählen, auszahlen, Xen. Conv. 4, 43; ἀργύριον Dem. 49. 29; Luc. Gall. 29; zählen, rechnen, ἐν χάριτος μέρει Dem.; μακάρων ἀριθμεῖται, unter die Seligen, Theocr. 13, 72; ἐν γράμμασι Luc. Iud. Voc. 2; εἴς τινας Hdn. 1, 1; κέρδος ἀρ., in lucro ponere, Dio Chrys. I, 649; absolut, ἀριθμεῖν, magni facere, II, 213. – Med. bei sich zählen, Plat. Phaedr. 270 d; Thuc. 3, 20.
French (Bailly abrégé)
ἀριθμῶ :
impf. ἠρίθμουν, f. ἀριθμήσω, ao. ἠρίθμησα, pf. inus.
compter, énumérer, dénombrer ; δίχα ἀ. OD compter en deux groupes.
Étymologie: ἀριθμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριθμέω: (ᾰ)
1 исчислять, считать, подсчитывать (τινας Hom., Pind.; τὰ εἴδη τινός Arst. med. τὰς ἐπιβολάς Thuc.); δίχα ἀ. Hom. делить пополам;
2 отсчитывать, платить (χρυσίον Xen.; ἀργύριον Dem.);
3 причислять, относить (ἐν εὐεργεσίας μέρει Dem.): ἀ. τινά τινα Anth. считать кого-л. кем-л.; pass. считаться, относиться (ἔν τισι Eur., Luc. и τινῶν Eur., Theocr. - v.l. ἀμιθρεῖσθαι): ἀριθμεῖσθαι ἐς Ἡρακλῆα Theocr. слыть потомком Геракла.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριθμέω: παρατ. ἠρίθμεον, ὡς τρισύλλ., Ὀδ. Κ. 204, γ΄ ἑνικ. ἠρίθμει Ν. 218: μέλλ. -ήσω, Πλάτ.: ἀόρ. ἠρίθμησα κτλ.: - Μέσ. ἀόρ. ἠριθμησάμην Πλάτ. Φαῖδρ. 270D: - Παθ. φων. μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. ἀριθμήσομαι, Εὐρ. Βάκχ. 1318: παθ. μέλλ. ἀριθμηθήσομαι Ἑβδ., Γαλην.: Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρ. ἀριθμηθήμεναι (ἀντὶ ἀριθμηθῆναι) Ἰλ. Β. 124. Ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, λογαριάζω, Ὀδ. Δ. 411, Πινδ. Ν. 10. 85· κτλ.· αὐτὰρ ἐγὼ δίχα πάντας… ἑταίρους ἠρίθμεον, ἠρίθμουν αὐτοὺς χωρίζων εἰς δύο ὁμάδας, Ὀδ. Κ. 204· ἀριθμίσαντες Ἡρόδ. 7. 60: - οὐδεὶς πώποτ’ αὐτῶν τοὺς ἐναντίους ἰδὼν ἠρίθμησε, ἐστάθη ἢ ἔλαβε τὸν κόπον νὰ τοὺς ἀριθμήσῃ = μετρήσεις Ἀνθ. Π. 11. 349. - Παθ., Ἡρόδ. 6. 111., 9. 32: - Ἐν Θουκ. 3. 20, τὸ μέσ. ἠριθμοῦντο, ἐλάμβανον τὸν ἀριθμὸν τῶν πλίνθων, ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ ἐνεργ. ἀριθμοῦντες. 2) ὑπολογίζω πρὸς ἀπότισιν, καὶ ἐντεῦθεν ἀποτίνω, πληρώνω, ὡς μεταχειριζόμεθα νῦν τὸ μετρῶ, τὸ χρυσίον, ἀργύριον Ξεν. Συμπ. 4. 44, Δημ. 1192, ἐν τέλ. 3) λογίζομαι, «λογαριάζω», θεωρῶ, ἐν εὐεργεσίας μέρει Δημ. 568. 5. ἀρ. τινα κλυτόπαιδα Ἀνθ. Π. 9. 262· κέρδος τι ἀρ. Δίων Χρ. σ. 649: - Παθ. λογίζομαι, ἀριθμοῦμαι, συγκαταλέγομαι, ἔν τισι Εὐρ. Ἑλ. 729· ἐν γράμμασι Λουκ. Δίκ. Φων. 2· εἴς τινας Ἡρωδιαν. 1. 1· ὡσαύτως, ἀριθμεῖσθαι τῶν φιλτάτων, ὡς εἶς ἐκ τῶν…, Εὐρ. Βάκχ. 1318· μακάρων Θεόκρ. 13. 72.
English (Autenrieth)
(ἀριθμός): count, reckon up, Il. 2.124; δίχα πάντας ἠρίθμεον, ‘counted off’ in two companies, Od. 10.304.
English (Slater)
ᾰριθμέω enumerate ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς (N. 10.46)
English (Strong)
from ἀριθμός; to enumerate or count: number.
English (Thayer)
ἀριθμῷ: 1st aorist ἠρίθμησα; perfect passive ἠρίθμημαι: (ἀριθμός); (from Homer down); to number: καταριθμέω.)
Greek Monotonic
ἀριθμέω: Επικ. παρατ. ἠρίθμεον, ως τρισύλ.· μέλ. -ήσω κ.λπ. — Παθ. Μέσ. μέλ., με Παθ. σημασία ἀριθμήσομαι· απαρ. Επικ. αορ. αʹ ἀριθμηθήμεναι (αντί -ῆναι) (ἀριθμός)·
1. αριθμώ, μετρώ ή αθροίζω, υπολογίζω, λογαριάζω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Μέσ., ἠριθμοῦντο, τους καταμετρούσαν, σε Θουκ.
2. υπολογίζω την εξόφληση, πληρώνω, αποπληρώνω, σε Ξεν., Δημ.
3. υπολογίζω, καταμετρώ ως, λογαριάζω, θεωρώ, ἐν εὐεργεσίας μέρει, στον ίδ. — Παθ., υπολογίζομαι, συγκαταλέγομαι, αριθμούμαι, ἔν τισι, σε Ευρ.· ἀριθμεῖσαι τῶν φιλτάτων, θεωρούμαι ως ένας από τους καλύτερους φίλους κάποιου, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀριθμός
1. to number, count or reckon up, Od., etc.:—Mid., ἠριθμοῦντο they got them counted, Thuc.
2. to count out, to pay, Xen., Dem.
3. to reckon, count as, ἐν εὐεργεσίας μέρει Dem.:—Pass. to be reckoned, ἔν τισι Eur.; ἀριθμεῖσθαι τῶν φιλτάτων to be counted as one of one's dearest friends, Eur.
Chinese
原文音譯:¢riqmšw 阿而特姆哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:數目
字義溯源:數點,數過,數得過來,數目;源自(ἀριθμός)=數目);而 (ἀριθμός)出自(αἴρω)*=舉起)。當主耶差遣十二個出去工作時,講下許多激勵和安慰的話,其中也用了這字說,就是你們的頭髮,也都被數過了(ἀριθμέω))。這是何等的激勵,這是何等的安慰
出現次數:總共(3);太(1);路(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 被數過了(2) 太10:30; 路12:7;
2) 數得過來(1) 啓7:9
Lexicon Thucydideum
numerare, to count, number, 3.20.3, vid. Med. see the Medicean manuscript 5.20.3, 6.17.5,
MED. idem, the same 3.20.3.
Translations
Asturian: numberar; Breton: niverenniñ; Bulgarian: наброявам, номерирам; Catalan: comptar, sumar, numerar; Czech: číslovat, počítat se; Dutch: nummeren; Esperanto: nombri, numeri; Finnish: numeroida, olla, nousta; French: numéroter; German: nummerieren, zählen; Greek: αριθμώ; Hebrew: מספר; Hungarian: kitesz, megszámoz; Icelandic: númera, tölusetja; Interlingua: numerar; Irish: uimhrigh; Italian: ammontare, numerare; Latin: numerare; Latvian: numurēt; Lower Sorbian: cysłowaś, numerěrowaś; Macedonian: избројува, набројува, нумери́ра; Polish: numerować; Portuguese: amontar, numerar; Romanian: numerota; Russian: насчи́тывать, исчисля́ться, нумерова́ть; Spanish: numerar; Swedish: numrera; Syriac: ܡܢܐ; Turkish: numaralamak, saymak; Welsh: rhifo