συνεξαπατώ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] [[μαζί]] ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Συνεξαπατῶν</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Βάτωνος.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] [[μαζί]] ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Συνεξαπατῶν</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Βάτωνος.
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] [[μαζί]] ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Συνεξαπατῶν</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Βάτωνος.
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

-άω, Α
1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶν
τίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.