εξαπατώ
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
(AM ἐξαπατῶ, ἐξαπατάω) (επιτ. τ. του απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.)
1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ
(α. «τον εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ' ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)
2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ, εκμαυλίζω («τήν εξαπάτησε με υπόσχεση γάμου»)
νεοελλ.
παθ. (για συζύγους) γίνομαι θύμα συζυγικής απιστίας, μοιχείας του ή της συζύγου («εξαπατημένος κι ευχαριστημένος»)
αρχ.
φρ. «ἐξαπατῶ νόσον» — ελαττώνω κάπως έμμεσα την οξύτητα της ασθένειας, του παθήματος, ξεγελώ την αρρώστια ή την πείνα, τη δίψα κ.λπ.