χοινίκι: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χοινίκιον]], ΝΑ [[χοῑνιξ</i>, <i>χοίνικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σοινίκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποκορ. του <i>χοῑνιξ</i><br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού, [[είδος]] ποδοκάκκης.
|mltxt=το / [[χοινίκιον]], ΝΑ [[χοῑνιξ</i>, <i>χοίνικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σοινίκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποκορ. του <i>χοῖνιξ</i><br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού, [[είδος]] ποδοκάκκης.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Greek Monolingual

το / χοινίκιον, ΝΑ [[χοῑνιξ, χοίνικος]]
νεοελλ.
το σοινίκι
αρχ.
1. υποκορ. του χοῖνιξ
2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης.