αλφεσίβοιος: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφεσίβοιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους [[πολλά]] βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες<br />«[[ὕδωρ]] ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια ([[κυρίως]] για τον ποταμό Νείλο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλφεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]<br />για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. [[σύνθετα]] του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[ἀλφεσίβοιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους [[πολλά]] βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες<br />«[[ὕδωρ]] ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια ([[κυρίως]] για τον ποταμό Νείλο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλφεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]<br />για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. [[σύνθετα]] του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλφεσίβοιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια
2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες
«ὕδωρ ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια (κυρίως για τον ποταμό Νείλο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλφεσι- (< ἀλφάνω) + -βοιος < βοῦς
για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. σύνθετα του τύπου τερψίμβροτος.