τρυγόῳεν: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῠγόῳεν:''' Επικ. αντί <i>τρυγῶεν</i>, γʹ πληθ. ευκτ. του [[τρυγάω]].
|lsmtext='''τρῠγόῳεν:''' Επικ. αντί <i>τρυγῶεν</i>, γʹ πληθ. ευκτ. του [[τρυγάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρυγόῳεν:''' эп. (= τρυγῷεν) 3 л. pl. opt. к [[τρυγάω]].
}}
}}

Latest revision as of 04:56, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. opt. épq. de τρυγάω.

Greek Monotonic

τρῠγόῳεν: Επικ. αντί τρυγῶεν, γʹ πληθ. ευκτ. του τρυγάω.

Russian (Dvoretsky)

τρυγόῳεν: эп. (= τρυγῷεν) 3 л. pl. opt. к τρυγάω.