τοὐπτάνιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοὐπτάνιον:''' [[κράση]] αντί τὸ [[ὀπτάνιον]].
|lsmtext='''τοὐπτάνιον:''' [[κράση]] αντί τὸ [[ὀπτάνιον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοὐπτάνιον:''' in crasi = τὸ [[ὀπτάνιον]].
}}
}}

Latest revision as of 04:48, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τοὐπτάνιον: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὀπτάνιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033.

Greek Monotonic

τοὐπτάνιον: κράση αντί τὸ ὀπτάνιον.

Russian (Dvoretsky)

τοὐπτάνιον: in crasi = τὸ ὀπτάνιον.