μετακινητός: Difference between revisions

(3)
(CSV import)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metakinitos
|Transliteration C=metakinitos
|Beta Code=metakinhto/s
|Beta Code=metakinhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be disturbed</b>, ὁμολογία <span class="bibl">Th.5.21</span>.</span>
|Definition=μετακινητή, μετακινητόν, [[to be disturbed]], ὁμολογία Th.5.21.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu'on peut <i>ou</i> qu'il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]].
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[μετακινέω]], <i>[[umzuändern]]</i>, [[ὁμολογία]], Thuc. 5.21.
}}
{{elru
|elrutext='''μετακινητός:''' [[подлежащий изменению]] (νόμοι [[Solon]] ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακῑνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ [[ὁμολογία]] Θουκ. 5. 21.
|lstext='''μετακῑνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ [[ὁμολογία]] Θουκ. 5. 21.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετακῑνητός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''μετακῑνητός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μετακινητός:''' подлежащий изменению (νόμοι [[Solon]] ap. Plut.).
|mdlsjtxt=μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]<br />to be disturbed, Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[alterable]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui mutari potest]]'', [[who can be changed]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.21.3/ 5.21.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:41, 16 November 2024

English (LSJ)

μετακινητή, μετακινητόν, to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut ou qu'il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.

German (Pape)

Adj. verb. zu μετακινέω, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5.21.

Russian (Dvoretsky)

μετακινητός: подлежащий изменению (νόμοι Solon ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.

Greek Monotonic

μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]
to be disturbed, Thuc.

English (Woodhouse)

alterable

Lexicon Thucydideum

qui mutari potest, who can be changed, 5.21.3.