περικεράννυμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(3b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περικεράννῠμαι:''' быть разлитым вокруг ([[κύκλῳ]] περί τι Plut.). | |elrutext='''περικεράννῠμαι:''' [[быть разлитым вокруг]] ([[κύκλῳ]] περί τι Plut.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:28, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
περικεράννῠμαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον.
Russian (Dvoretsky)
περικεράννῠμαι: быть разлитым вокруг (κύκλῳ περί τι Plut.).