περικεράννυμαι
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
Greek (Liddell-Scott)
περικεράννῠμαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον.
Russian (Dvoretsky)
περικεράννῠμαι: быть разлитым вокруг (κύκλῳ περί τι Plut.).