ψαμμώδης: Difference between revisions

(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psammodis
|Transliteration C=psammodis
|Beta Code=yammw/dhs
|Beta Code=yammw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sandy</b>, <span class="bibl">Hdt.2.32</span>, <span class="bibl">Aen.Tact. 8.2</span>: <b class="b3">τὰ ψ</b>. <b class="b2">sandy sediment</b> in the urine, <b class="b2">gravel</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.79</span>, Gal. 6.571; called <b class="b3">ψ. ὑποστάσεις</b> by Id.17(1).836.</span>
|Definition=ψαμμῶδες, [[sandy]], [[Herodotus|Hdt.]]2.32, Aen.Tact. 8.2: <b class="b3">τὰ ψ.</b> [[sandy sediment]] in the urine, [[gravel]], Hp.''Aph.''4.79, Gal. 6.571; called <b class="b3">ψ. ὑποστάσεις</b> by Id.17(1).836.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] ες, zsgzgn statt [[ψαμμοειδής]], auch = sandig, sandreich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] ες, zsgzgn statt [[ψαμμοειδής]], auch = sandig, sandreich, Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ψαμμώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[ψαμμοειδής]], [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.
|btext=ης, ες:<br />[[plein de sable]].<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=ψαμμώδης -ες [ψάμμος] zanderig; geneesk. subst.: τὸ ψαμμωδές sediment (in urine).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες :<br />plein de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]], -ωδης.
|elrutext='''ψαμμώδης:''' [[песчаный]] ([[χῶρος]] Her.; τόποι Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψαμμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ψαμμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψαμμώδης:''' песчаный ([[χῶρος]] Her.; τόποι Arst.).
|lstext='''ψαμμώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[ψαμμοειδής]], [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψαμμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[sand]], [[sandy]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

English (LSJ)

ψαμμῶδες, sandy, Hdt.2.32, Aen.Tact. 8.2: τὰ ψ. sandy sediment in the urine, gravel, Hp.Aph.4.79, Gal. 6.571; called ψ. ὑποστάσεις by Id.17(1).836.

German (Pape)

[Seite 1391] ες, zsgzgn statt ψαμμοειδής, auch = sandig, sandreich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
plein de sable.
Étymologie: ψάμμος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαμμώδης -ες [ψάμμος] zanderig; geneesk. subst.: τὸ ψαμμωδές sediment (in urine).

Russian (Dvoretsky)

ψαμμώδης: песчаный (χῶρος Her.; τόποι Arst.).

Greek Monolingual

-ες / ψαμμώδης, -ῶδες, ΝΑ ψάμμος
αμμώδης
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμώδη
το αμμώδες ίζημα τών ούρων.

Greek Monotonic

ψαμμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με άμμο, αμμώδης, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ψαμμοειδής, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.

Middle Liddell

ψαμμ-ώδης, ες εἶδος
like sand, sandy, Hdt.