κακόθρους: Difference between revisions

(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κακόθρους
|Medium diacritics=κακόθρους
|Low diacritics=κακόθρους
|Capitals=ΚΑΚΟΘΡΟΥΣ
|Transliteration A=kakóthrous
|Transliteration B=kakothrous
|Transliteration C=kakothrous
|Beta Code=kako/qrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[κακόθροος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κακόθροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κακόθροος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-[[θρους]], <i>πολύ</i>-[[θρους]]].
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), [[πρβλ]]. [[ηδύθρους]], [[πολύθρους]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.
|elnltext=κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον &#91;[[κακός]], [[θρέομαι]]] [[kwaadsprekend]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-θρους, ουν<br />[[evil]]-[[speaking]], [[slanderous]], Soph.
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[κακόθροος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:57, 29 November 2022

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόθροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόθροος.

Greek Monolingual

κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικόςκακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύθρους, πολύθρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.

Middle Liddell

κᾰκό-θρους, ουν
evil-speaking, slanderous, Soph.

German (Pape)

zusammengezogen aus κακόθροος.