ακρατοπότης: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκρατοπότης]], ο (Α)<br />αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκρατοπότης]], ο (Α)<br />αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκρατος]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρατοποσία]] Ι, <i>ἀκρατοποτῶ</i> Ι].<br /><b>(II)</b><br />ο (Μ [[ἀκρατοπότης]])<br />αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρατής]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκρατοποτῶ</i> ΙΙ <b>νεοελλ.</b> [[ακρατοποσία]] ΙΙ]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἀκρατοπότης, ο (Α)
αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκρατος + πότης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι].
(II)
ο (Μ ἀκρατοπότης)
αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρατής + πότης.
ΠΑΡ. μσν. ἀκρατοποτῶ ΙΙ νεοελλ. ακρατοποσία ΙΙ].