ἀκρατοπότης
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
English (LSJ)
ἀκρατοπότου, Ion. ἀκρητοπότης, εω, ὁ, (πίνω) drinker of neat wine, Hdt.6.84, Ael.VH2.41; personified as name of hero, Polem.Hist.40.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): jón. ἀκρητοπότης, -εω
el que bebe vino puro Hdt.6.84, Ael.VH 2.41, Lex.Gr.Naz.Vers.170.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui boit du vin pur, solide buveur.
Étymologie: ἄκρατος, πίνω.
German (Pape)
[ρᾱ], der ungemischten Wein trinkt, Zecher, Her. 6.84 (ἀκρητ.); bei Ath. X.427b hat derselbe cod. -πώτης.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾱτοπότης: ион. ἀκρητοπότης, ου ὁ пьющий чистое (неразбавленное) вино, пьяница Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτοπότης: -ου, Ἰων. ἀκρητοπότης, εω, ὁ, (πίνω) = ὁ πίνων ἄκρατον, ἀμιγῆ ὕδατος οἶνον, Ἡροδ. 6. 84.
Greek Monolingual
(I)
ἀκρατοπότης, ο (Α)
αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + πότης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι].
(II)
ο (Μ ἀκρατοπότης)
αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + πότης.
ΠΑΡ. μσν. ἀκρατοποτῶ ΙΙ νεοελλ. ακρατοποσία ΙΙ].
Greek Monotonic
ἀκρᾱτοπότης: -ου, Ιων. ἀκρητοπότης, -εω, ὁ (ἄκρατος, πίνω), ο πότης, αυτός που πίνει άκρατο κρασί δηλ. χωρίς πρόσμειξη νερού, σε Ηρόδ.