να: Difference between revisions

18 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ νά και νάν και νέ)<br /><b>(σύνδ.)</b><br /><b>1.</b> <b>(τελικ.)</b> για να, με σκοπό να (α. «τον έστειλα να πάρει [[κρασί]]» β. «θα πάω να τον βρω»)<br /><b>2.</b> <b>(υποθ.)</b> εάν, αν (α. «να το ήξερα, θα στό 'λεγα» β. «στερνή μου [[γνώση]] να σ' είχα [[πρώτα]]», παροιμ. φρ.)<br /><b>3.</b> <b>(εναντ.)</b> και αν [[ακόμη]], [[έστω]] και αν (α. «ο [[κόσμος]] να χαλάσει, δεν θα πάω» β. «να το δω και να μην το πιστέψω)<br /><b>4.</b> <b>(αιτιολ.)</b> [[διότι]], [[επειδή]], που (α. «δεν έκανες καλά να ταξιδέψεις με τέτοιον καιρό» β. «να κοιμήθηκαν [[άραγε]] και γι' αυτό δεν ακούν το [[τηλέφωνο]];»)<br /><b>5.</b> <b>χρον.</b> όταν, άμα («νά πας [[πρώτα]] εσύ και [[έπειτα]] [[έρχομαι]] κι εγώ»)<br /><b>6.</b> <b>(ειδ.)</b> ότι, πως, που (α. «[[βλέπω]] να [[πάει]] [[χαμένος]] ο [[κόπος]] σου» β. «μού φαίνεται να τον [[γνωρίζω]]»)<br /><b>7.</b> <b>(αποτελεσμ.)</b> ώστε να, που να («δεν [[είμαι]] [[παιδάκι]], να [[φοβάμαι]]!»)<br /><b>8.</b> ελλειπτικώς εισάγει ανεξάρτητες προτάσεις για να δηλώσει: α) [[ευχή]] ή [[κατάρα]], [[μακάρι]] να, [[είθε]] να (α. «να τον έβλεπα κι ας πέθαινα» β. «να ήμουν το Μάη [[μπιστικός]], τον Αύγουστο [[δραγάτης]]», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) [[προτροπή]], [[προσταγή]] ή [[απαγόρευση]] (α. «να κοιτάζεις να κάνεις καλά τη δουλειά σου και να μην σχολιάζεις τους άλλους» β. «να μην ξαναφορέσεις την [[μπλούζα]] μου»)<br />γ) [[βούληση]] («να δω τί θα κάνεις [[χωρίς]] τη βοήθειά μου»)<br />δ) [[δυνατότητα]] ή ενδεχόμενο (α. «[[ποιος]] να το 'λεγε πως θα γινόταν [[υπουργός]]!» β. «το πολύ πολύ να χάσω το [[στοίχημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> συνεκφέρεται με το <i>για</i> προκειμένου να επιτείνει την [[έννοια]] του σκοπού ή της πρόθεσης (α. «πάρε μας [[τηλέφωνο]] [[αμέσως]] όταν φτάσεις, για να μην ανησυχούμε»)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) τον χρόνο που συμβαίνει [[κάτι]] («τον έπιασαν να κλέβει» — τον έπιασαν την ώρα που ή [[καθώς]] έκλεβε)<br />β) τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («έμαθε να διαβάζει» — έμαθε πώς να διαβάζει ή έμαθε τον τρόπο να διαβάζει)<br />γ) όρκο («να μη σώσω, αν σού λέω ψέματα»)<br />δ) [[ερώτηση]] ή [[απορία]] (α. «να σέ ρωτήσω [[κάτι]];» β. «τί να σού στείλω, ξένε μου, τί να σού προβοδήσω;», δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «[[ποιος]] νά 'ναι τέτοια ώρα;»)<br /><b>3.</b> συντάσσεται πολλές φορές και με αναφορικές ή ερωτηματικές αντωνυμίες [[καθώς]] και με επιρρήματα (α. «δεν έμεινε [[κανείς]] που να μη μέ ρωτήσει για [[σένα]]» β. «[[ποιος]] να το πίστευε πως [[κάποτε]] θα γίνει [[μέγας]] και [[τρανός]]» γ. «πώς να του το πω, [[αφού]] δεν τον είδα»)<br /><b>4.</b> με ή [[χωρίς]] το απαγορευτικό [[μόριο]] <i>μη</i> («φύγε να μη σέ [[δείρω]]»)<br /><b>5.</b> συνεκφέρεται με το <i>μόνο</i>, για να δηλώσει [[αξίωση]] ή [[παράκληση]] που [[είναι]] ταυτόχρονα και [[υπόθεση]] («με [[νίκη]] θέλομεν εβγεί και με [[τιμή]] [[μεγάλη]], μόνο να μη θελήσομε να λείψομ' απατοί μας», Ερωφ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «θε να», «θελά», «θανά» — θα, πρόκειται να («για το [[κυνήγι]] [[οπού]] 'καμε θάνατο θε να πάρει», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵνα</i>, με [[μετατόπιση]] του τόνου στη [[λήγουσα]] και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (<i>ἵνα</i> &GT; <i>ἱνά</i> &GT; <i>νά</i>), <b>πρβλ.</b> και λ. <i>θα</i>. Ο τ. <i>νάν</i> με ευφωνικό <i>ν</i> [[πριν]] από λέξεις που αρχίζουν από [[φωνήεν]]].<br /> <b>(II)</b><br />(Μ νά)<br />(δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> [[ιδού]], αυτός -ή, -ο [[είναι]], δες εδώ, κοίταξε (α. «νά το [[σπίτι]] μας» β. «να, φάνηκαν επιτέλους» γ. «να με κι εγώ» δ. «να εγώ που [[παίρνω]] την [[θυγατέρα]] σου την καλήν», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>2.</b> πάρε, λάβε, ορίστε («να, πιες κι εσύ [[λιγάκι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> συντίθεται και ως [[επίθημα]] με δεικτικές αντωνυμίες και τοπικά επιρρήματα προκειμένου να επιτείνει την [[έννοια]] που αυτά δηλώνουν (α. «αυτονά το [[παιδί]]» β. «εδωνά θα καθίσω, για να μη σέ [[ενοχλώ]]»)<br /><b>2.</b> (με γεν. προσωπ. ή χαριστ.) νά σου («νά σου, που λες, κι έρχεται [[κατά]] [[πάνω]] μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νά σου κι εμένα, νά σου κι' εσένα» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που αυτός που μιλά μουντζώνει τον εαυτό του και τον συνομιλητή του<br />β) «να τα μας» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[έκπληξη]] ή [[δυσαρέσκεια]] για άκαιρο λόγο ή άκαιρη [[εκδήλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επιφών. <i>ἤν</i> «[[ιδού]]» (&GT; <i>ἠνί</i> &GT; <i>νά</i> ή <i>ἤν</i> &GT; <i>ἠνά</i> &GT; <i>νά</i>), [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> με σίγηση του αρκτικού <i>η</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>δη</i>: <i>δα</i> και <i>εδά [[ακόμη]]: [[ακόμα]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ νά και νάν και νέ)<br /><b>(σύνδ.)</b><br /><b>1.</b> <b>(τελικ.)</b> για να, με σκοπό να (α. «τον έστειλα να πάρει [[κρασί]]» β. «θα πάω να τον βρω»)<br /><b>2.</b> <b>(υποθ.)</b> εάν, αν (α. «να το ήξερα, θα στό 'λεγα» β. «στερνή μου [[γνώση]] να σ' είχα [[πρώτα]]», παροιμ. φρ.)<br /><b>3.</b> <b>(εναντ.)</b> και αν [[ακόμη]], [[έστω]] και αν (α. «ο [[κόσμος]] να χαλάσει, δεν θα πάω» β. «να το δω και να μην το πιστέψω)<br /><b>4.</b> <b>(αιτιολ.)</b> [[διότι]], [[επειδή]], που (α. «δεν έκανες καλά να ταξιδέψεις με τέτοιον καιρό» β. «να κοιμήθηκαν [[άραγε]] και γι' αυτό δεν ακούν το [[τηλέφωνο]];»)<br /><b>5.</b> <b>χρον.</b> όταν, άμα («νά πας [[πρώτα]] εσύ και [[έπειτα]] [[έρχομαι]] κι εγώ»)<br /><b>6.</b> <b>(ειδ.)</b> ότι, πως, που (α. «[[βλέπω]] να [[πάει]] [[χαμένος]] ο [[κόπος]] σου» β. «μού φαίνεται να τον [[γνωρίζω]]»)<br /><b>7.</b> <b>(αποτελεσμ.)</b> ώστε να, που να («δεν [[είμαι]] [[παιδάκι]], να [[φοβάμαι]]!»)<br /><b>8.</b> ελλειπτικώς εισάγει ανεξάρτητες προτάσεις για να δηλώσει: α) [[ευχή]] ή [[κατάρα]], [[μακάρι]] να, [[είθε]] να (α. «να τον έβλεπα κι ας πέθαινα» β. «να ήμουν το Μάη [[μπιστικός]], τον Αύγουστο [[δραγάτης]]», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) [[προτροπή]], [[προσταγή]] ή [[απαγόρευση]] (α. «να κοιτάζεις να κάνεις καλά τη δουλειά σου και να μην σχολιάζεις τους άλλους» β. «να μην ξαναφορέσεις την [[μπλούζα]] μου»)<br />γ) [[βούληση]] («να δω τί θα κάνεις [[χωρίς]] τη βοήθειά μου»)<br />δ) [[δυνατότητα]] ή ενδεχόμενο (α. «[[ποιος]] να το 'λεγε πως θα γινόταν [[υπουργός]]!» β. «το πολύ πολύ να χάσω το [[στοίχημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> συνεκφέρεται με το <i>για</i> προκειμένου να επιτείνει την [[έννοια]] του σκοπού ή της πρόθεσης (α. «πάρε μας [[τηλέφωνο]] [[αμέσως]] όταν φτάσεις, για να μην ανησυχούμε»)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) τον χρόνο που συμβαίνει [[κάτι]] («τον έπιασαν να κλέβει» — τον έπιασαν την ώρα που ή [[καθώς]] έκλεβε)<br />β) τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («έμαθε να διαβάζει» — έμαθε πώς να διαβάζει ή έμαθε τον τρόπο να διαβάζει)<br />γ) όρκο («να μη σώσω, αν σού λέω ψέματα»)<br />δ) [[ερώτηση]] ή [[απορία]] (α. «να σέ ρωτήσω [[κάτι]];» β. «τί να σού στείλω, ξένε μου, τί να σού προβοδήσω;», δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «[[ποιος]] νά 'ναι τέτοια ώρα;»)<br /><b>3.</b> συντάσσεται πολλές φορές και με αναφορικές ή ερωτηματικές αντωνυμίες [[καθώς]] και με επιρρήματα (α. «δεν έμεινε [[κανείς]] που να μη μέ ρωτήσει για [[σένα]]» β. «[[ποιος]] να το πίστευε πως [[κάποτε]] θα γίνει [[μέγας]] και [[τρανός]]» γ. «πώς να του το πω, [[αφού]] δεν τον είδα»)<br /><b>4.</b> με ή [[χωρίς]] το απαγορευτικό [[μόριο]] <i>μη</i> («φύγε να μη σέ [[δείρω]]»)<br /><b>5.</b> συνεκφέρεται με το <i>μόνο</i>, για να δηλώσει [[αξίωση]] ή [[παράκληση]] που [[είναι]] ταυτόχρονα και [[υπόθεση]] («με [[νίκη]] θέλομεν εβγεί και με [[τιμή]] [[μεγάλη]], μόνο να μη θελήσομε να λείψομ' απατοί μας», Ερωφ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «θε να», «θελά», «θανά» — θα, πρόκειται να («για το [[κυνήγι]] [[οπού]] 'καμε θάνατο θε να πάρει», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵνα</i>, με [[μετατόπιση]] του τόνου στη [[λήγουσα]] και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (<i>ἵνα</i> > <i>ἱνά</i> > <i>νά</i>), <b>πρβλ.</b> και λ. <i>θα</i>. Ο τ. <i>νάν</i> με ευφωνικό <i>ν</i> [[πριν]] από λέξεις που αρχίζουν από [[φωνήεν]]].<br /> <b>(II)</b><br />(Μ νά)<br />(δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> [[ιδού]], αυτός -ή, -ο [[είναι]], δες εδώ, κοίταξε (α. «νά το [[σπίτι]] μας» β. «να, φάνηκαν επιτέλους» γ. «να με κι εγώ» δ. «να εγώ που [[παίρνω]] την [[θυγατέρα]] σου την καλήν», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>2.</b> πάρε, λάβε, ορίστε («να, πιες κι εσύ [[λιγάκι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> συντίθεται και ως [[επίθημα]] με δεικτικές αντωνυμίες και τοπικά επιρρήματα προκειμένου να επιτείνει την [[έννοια]] που αυτά δηλώνουν (α. «αυτονά το [[παιδί]]» β. «εδωνά θα καθίσω, για να μη σέ [[ενοχλώ]]»)<br /><b>2.</b> (με γεν. προσωπ. ή χαριστ.) νά σου («νά σου, που λες, κι έρχεται [[κατά]] [[πάνω]] μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νά σου κι εμένα, νά σου κι' εσένα» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που αυτός που μιλά μουντζώνει τον εαυτό του και τον συνομιλητή του<br />β) «να τα μας» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[έκπληξη]] ή [[δυσαρέσκεια]] για άκαιρο λόγο ή άκαιρη [[εκδήλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επιφών. <i>ἤν</i> «[[ιδού]]» (> <i>ἠνί</i> > <i>νά</i> ή <i>ἤν</i> > <i>ἠνά</i> > <i>νά</i>), [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> με σίγηση του αρκτικού <i>η</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>δη</i>: <i>δα</i> και <i>εδά [[ακόμη]]: [[ακόμα]])].
}}
}}