να

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

(I)
(Μ νά και νάν και νέ)
(σύνδ.)
1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τον έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τον βρω»)
2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να το ήξερα, θα στό 'λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα», παροιμ. φρ.)
3. (εναντ.) και αν ακόμη, έστω και αν (α. «ο κόσμος να χαλάσει, δεν θα πάω» β. «να το δω και να μην το πιστέψω)
4. (αιτιολ.) διότι, επειδή, που (α. «δεν έκανες καλά να ταξιδέψεις με τέτοιον καιρό» β. «να κοιμήθηκαν άραγε και γι' αυτό δεν ακούν το τηλέφωνο;»)
5. χρον. όταν, άμα («νά πας πρώτα εσύ και έπειτα έρχομαι κι εγώ»)
6. (ειδ.) ότι, πως, που (α. «βλέπω να πάει χαμένος ο κόπος σου» β. «μού φαίνεται να τον γνωρίζω»)
7. (αποτελεσμ.) ώστε να, που να («δεν είμαι παιδάκι, να φοβάμαι!»)
8. ελλειπτικώς εισάγει ανεξάρτητες προτάσεις για να δηλώσει: α) ευχή ή κατάρα, μακάρι να, είθε να (α. «να τον έβλεπα κι ας πέθαινα» β. «να ήμουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης», δημ. τραγούδι)
β) προτροπή, προσταγή ή απαγόρευση (α. «να κοιτάζεις να κάνεις καλά τη δουλειά σου και να μην σχολιάζεις τους άλλους» β. «να μην ξαναφορέσεις την μπλούζα μου»)
γ) βούληση («να δω τί θα κάνεις χωρίς τη βοήθειά μου»)
δ) δυνατότητα ή ενδεχόμενο (α. «ποιος να το 'λεγε πως θα γινόταν υπουργός!» β. «το πολύ πολύ να χάσω το στοίχημα»)
νεοελλ.
1. συνεκφέρεται με το για προκειμένου να επιτείνει την έννοια του σκοπού ή της πρόθεσης (α. «πάρε μας τηλέφωνο αμέσως όταν φτάσεις, για να μην ανησυχούμε»)
2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) τον χρόνο που συμβαίνει κάτι («τον έπιασαν να κλέβει» — τον έπιασαν την ώρα που ή καθώς έκλεβε)
β) τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο γίνεται κάτι («έμαθε να διαβάζει» — έμαθε πώς να διαβάζει ή έμαθε τον τρόπο να διαβάζει)
γ) όρκο («να μη σώσω, αν σού λέω ψέματα»)
δ) ερώτηση ή απορία (α. «να σέ ρωτήσω κάτι;» β. «τί να σού στείλω, ξένε μου, τί να σού προβοδήσω;», δημ. τραγούδι
γ. «ποιος νά 'ναι τέτοια ώρα;»)
3. συντάσσεται πολλές φορές και με αναφορικές ή ερωτηματικές αντωνυμίες καθώς και με επιρρήματα (α. «δεν έμεινε κανείς που να μη μέ ρωτήσει για σένα» β. «ποιος να το πίστευε πως κάποτε θα γίνει μέγας και τρανός» γ. «πώς να του το πω, αφού δεν τον είδα»)
4. με ή χωρίς το απαγορευτικό μόριο μη («φύγε να μη σέ δείρω»)
5. συνεκφέρεται με το μόνο, για να δηλώσει αξίωση ή παράκληση που είναι ταυτόχρονα και υπόθεση («με νίκη θέλομεν εβγεί και με τιμή μεγάλη, μόνο να μη θελήσομε να λείψομ' απατοί μας», Ερωφ.)
6. φρ. «θε να», «θελά», «θανά» — θα, πρόκειται να («για το κυνήγι οπού 'καμε θάνατο θε να πάρει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵνα, με μετατόπιση του τόνου στη λήγουσα και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (ἵνα > ἱνά > νά), πρβλ. και λ. θα. Ο τ. νάν με ευφωνικό ν πριν από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν].
(II)
(Μ νά)
(δεικτ. μόριο)
1. ιδού, αυτός -ή, -ο είναι, δες εδώ, κοίταξε (α. «νά το σπίτι μας» β. «να, φάνηκαν επιτέλους» γ. «να με κι εγώ» δ. «να εγώ που παίρνω την θυγατέρα σου την καλήν», Διγεν. Ακρ.)
2. πάρε, λάβε, ορίστε («να, πιες κι εσύ λιγάκι»)
νεοελλ.
1. συντίθεται και ως επίθημα με δεικτικές αντωνυμίες και τοπικά επιρρήματα προκειμένου να επιτείνει την έννοια που αυτά δηλώνουν (α. «αυτονά το παιδί» β. «εδωνά θα καθίσω, για να μη σέ ενοχλώ»)
2. (με γεν. προσωπ. ή χαριστ.) νά σου («νά σου, που λες, κι έρχεται κατά πάνω μου»)
3. φρ. α) «νά σου κι εμένα, νά σου κι' εσένα» — λέγεται στην περίπτωση που αυτός που μιλά μουντζώνει τον εαυτό του και τον συνομιλητή του
β) «να τα μας» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει έκπληξη ή δυσαρέσκεια για άκαιρο λόγο ή άκαιρη εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επιφών. ἤν «ιδού» (> ἠνί > νά ή ἤν > ἠνά > νά), κατά τα επιρρ. σε -α με σίγηση του αρκτικού η- (πρβλ. δη: δα και εδά ακόμη: ακόμα)].