pioenroos: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(nlel) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[γλυκυσίδη]] | |nleltext=[[ἀγλαόφαντον]], [[ἀγλαοφῶτις]], [[αἱμαγωγόν]], [[ἀλφαιωνία]], [[ἀλφαωνιά]], [[ἀλφαωνία]], [[γλαβρήνη]], [[γλαοφώτη]], [[γλυκυσίδη]], [[γλυκυσίδιον]], [[γλυκυσῖτις]], [[δάκτυλοι Ἰδαῖοι]], [[διχόμηνος]], [[τὸ διχότομον]], [[διχότομον]], [[Ἑκατεία]], [[ἐφιαλτεία]], [[ἐφιαλτία]], [[ἐφιάλτιον]], [[θεοδόνιον]], [[θεοδώνιον]], [[κυνόσπαστος]], [[μήνιον]], [[ὀροβάδιον]], [[ὀρόβαξ]], [[παιωνία]], [[σελήνιον]], [[σεληνόγονον]], [[σεληνόγονος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 19 May 2023
Dutch > Greek
ἀγλαόφαντον, ἀγλαοφῶτις, αἱμαγωγόν, ἀλφαιωνία, ἀλφαωνιά, ἀλφαωνία, γλαβρήνη, γλαοφώτη, γλυκυσίδη, γλυκυσίδιον, γλυκυσῖτις, δάκτυλοι Ἰδαῖοι, διχόμηνος, τὸ διχότομον, διχότομον, Ἑκατεία, ἐφιαλτεία, ἐφιαλτία, ἐφιάλτιον, θεοδόνιον, θεοδώνιον, κυνόσπαστος, μήνιον, ὀροβάδιον, ὀρόβαξ, παιωνία, σελήνιον, σεληνόγονον, σεληνόγονος