развратный: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εὐρύπρωκτος]], [[πορνικός]], [[ὁμηρικός]], [[μοιχικός]], [[μοιχότροπος]], [[καταφερής]] | |rueltext=[[εὐρύπρωκτος]], [[πορνικός]], [[ὁμηρικός]], [[μοιχικός]], [[μοιχότροπος]], [[καταφερής]], [[ἀπεψωλημένος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:41, 19 August 2022
Russian > Greek
εὐρύπρωκτος, πορνικός, ὁμηρικός, μοιχικός, μοιχότροπος, καταφερής, ἀπεψωλημένος