развратный
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Russian > Greek
εὐρύπρωκτος, πορνικός, ὁμηρικός, μοιχικός, μοιχότροπος, καταφερής, ἀπεψωλημένος
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
εὐρύπρωκτος, πορνικός, ὁμηρικός, μοιχικός, μοιχότροπος, καταφερής, ἀπεψωλημένος